Απ’ τα ποταμίσια χείλη του Αλφειού
απ’ τον ασπρογάλανο κόρφο της Αρέθουσας
κι’ απ’ του Δία το πέτρινο μάτι,
μέσ’ απ ’τα πληγωμένα μάρμαρα
που φέγγει του Ίωνα και του Δωριέα η ψυχή,
κι’ απ ’τα κιονόκρανα
που δένει ο ήλιος τα κουρασμένα του άλογα,
απ’ τα πλεγμένα δάχτυλα του πεύκου και της δάφνης
εδώ,
σε τούτη την παρθενική μήτρα της Ολυμπίας
που δεν άλλαξε δε μολεύτηκε δε θα πεθάνει ποτέ,
εδώ θα ξαναγεννηθεί το φως.
Σπίθα του θεού
κρυμένη στη στάχτη της καρδιάς του Κουμπερτέν
που θα τη θεριέψει με την ανάσα της η Καλλιπάτειρα
η Ελληνίδα μάνα
Μάνα κάθε ανθρώπου.
Λαμπάδα απ’ το κερί του χρόνου και του μύθου
στιλπνό είδωλο στιλπνός Χριστός
που μυρίζει μοσχολίβανο κι’ αίμα αθώου ζώου,
το φως μεστό χρυσό σταφύλι
παραδομένο στα χέρια του Ερμή.
Από δω θα φύγει ο Άγγελος.
Θα λύσει τα πέδιλά του τα σπηρούνια του τα πάθη του
θα ρωτήσει ποιοι αγωνίστηκαν τελευταίοι στο Στάδιο
ποιοι πήραν τον κότινο απ’ τους ευπατρίδες της νίκης
και θα τρέξει.
Έξω απ ’το ιερό στήθος της Άλτης
έξω απ’ την Ολυμπία και την Ελλάδα
΄σ’ όλη τη γη σ’ όλη τη θάλασσα
παντού όπου υπάρχει αγάπη
παντού όπου υπάρχει πόνος
παντού όπου υπάρχει υποκρισία
παντού όπου υπάρχει μίσος
παντού όπου υπάρχει φωτιά
στο χρυσάφι στη φτώχεια στα μέτωπα στη ζωή στα νεκροταφεία
για να φέρει το μεγάλο μήνυμα…
Ερμή,
μη σε τρομάξουν οι θύελλες οι σαρκασμοί οι σκληρές μνήμες οι απειλές με τα βούκινα
οι πόλεμοι που ήρθαν ή που κονταροδείχνουν,
Ερμή
μη σε τρομάξουν οι άνθρωποι!
Μάζεψε κάτου απ’ τη σάλπιγγά σου τους λαούς
όπου κι αν είναι όποιοι κι αν είναι
ήρωες νικημένοι κακούργοι σκιές κόκκαλα
και τάισε τους με το σταφύλι σου
ρόγα τη ρόγα μέθυσέ τους με την αγάπη
κι’ όπως θα γίνουν ξέγνοιαστοι κι’ ονειροπαρμένοι,
όπως θα γυρίσουν πρώτη φορά όλοι μαζί
να κοιτάξουν κατάματα τον ουρανό
σκύψε στην καρδιά τους και πες τους
Πες τους
να ξεκινήσουν όλοι για την Ολυμπία,
χιλιάδες χιλιάδες χιλιάδες έφηβοι
σμάρια από κορμιά άσπρα μαύρα κίτρινα,
να πάνε να ξεπλυθούν κοντά στην Παλαίστρα
απ’ το χτες απ’ το σήμερα απ ’το αύριο,
ν ’αλείψουν με λάδι την ψυχή τους και το νου τους
κι’ ύστερα
να μπουν απ’ την ορθάνοιχτη πύλη στο Στάδιο
για να πολεμήσουν.
Όχι στη σφαγή και στην πυρκαγιά
όχι με το μαχαίρι και το σίδερο που καίει
όχι με τον ξολοθρεμό του ανθρώπου απ’ τον άνθρωπο
όχι για νέους νεκρούς νέους σακάτηδες νέους δυστυχισμένους,
μα για την πυγμή και το ακόντιο
για το πήδημα το δίσκο το δρόμο την πάλη
για το τέθριππο
για την Αρετή,
δίπλα στον Κάστορα ή τον Αντίπατρο
το Διαγόρα ή τον Αλκιβιάδη
που θα σμίξει τον αρχαίο κόσμο με τον τωρινό με τον αυριανό με τον αιώνιο
και θα νικήσει τον Άρη άλλη μια φορά
την τελευταία.
Πέρα στο ξέφωτο η Ολυμπία
Ξάγρυπνη μερόνυχτα πλέκει για τον καθένα τους
Κι’ απόνα στεφάνι αγριλιά
Ελληνικής ειρήνης
Ειρήνης όλου του κόσμου.
|