Δημοσιεύουμε απόσπασμα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία του καθηγητή κ. Θεοδόση Πυλαρινού κατά την εκδήλωση της Βιβλιοθήκης μας για τον Θ. Ντόρρο
[…] Δεν θα αναφερθούμε ειδικότερα στα πεζοτράγουδά του, τα θεωρούμε όμως ένα είδος προετοιμασίας και συνάμα γέφυρα από το ελληνικό πεζοτράγουδο, που πρέπει να είχε διαβάσει Τα ύστερα, ωστόσο, πεζά ποιήματά του, εννοούμε το «Ύστερα από το Δικαστήριο» και «Το Χρηματιστήριο» σηματοδοτούν καθαρά την πορεία προς τον Γλυτωμό, την απαλλαγή του από τα συμβατικά δεδομένα, με μια ριψοκίνδυνη και όντως ανατρεπτική πρόταση, για να ολοκληρωθεί αυτή με το πεζό κείμενο «Μια νύχτα».
Στην περίοδο αυτή είναι ορατά πέραν των κοινωνικών ανησυχιών α) οι αλλαγές των χώρων δράσης και β) ο ανάμικτος με απαισιοδοξία προβληματισμός του, εν είδει υποβόσκουσας ή και εμφανούς απογοήτευσης για τον άτεγκτο άνθρωπο των καιρών του και παράλληλα μια εξαντλητική ψυχική κόπωση λόγω των υποχρεώσεών του που τον οδηγούσαν στην αποκοπή από όσα πράγματι ζητούσε η ψυχή του. Τα γράμματά του στον Καστανάκη είναι αποκαλυπτικά και ερμηνευτικά επ’ αυτών. «Γιατί γίνονται όλα αυτά», θα γράψει στο «Χωρίς Πατέρα», ένα άλλο του πεζοτράγουδο, «ούτε ξέρουμε ούτε μπορούμε να τα προλάβουμε. Ένα μόνο είναι αλήθεια ότι μας φέρνουν λύπη μεγάλη». Και με ένα είδος ενοχής συνεχίζει: «Εμείς όμως ζούμε μέσα σε κύκλο διαφορετικό χωρίς να βλέπουμε το μικρό ορφανό».
Ένα γράμμα του Ντόρου από τη Ν. Υόρκη προς τον Καστανάκη αποτελεί τον καλύτερο οδηγό για να μεταβούμε Στου γλυτωμού το χάζι, το έργο που δικαίωσε στον χρόνο τον Ντόρρο ως καινοτόμο δημιουργό. Λίγες γραμμές από αυτό με ανάμικτα τα συναισθήματα της προσμονής για κάτι το νέο που γεννιέται, και των υπαρξιακών του προβληματισμών (το γράμμα είναι από τις 30.4.1930, οκτώ μήνες προ της έκδοσης της συλλογής): «πήρα το γράμμα σου», του γράφει, με ύφος που ξεφεύγει του συνήθους και που συμπίπτει με το πυκνό και ανατρεπτικό των ποιημάτων του, έργων της ίδιας εποχής, «που μου ’δειξε γραμμένα αυτά που με κάνουν τόσο αποξενωμένο απ’τον εαυτό μου και που με κρατάνε μέσα μου τον τελευταίο καιρό: η αηδία, οι μικρότητες, οι ανθρώποι […] δεν ησυχάζω αδιάκοπα απ’ αυτό το μαρτύριο. Βλέπω το γελοίο του παρελθόντος και της υπομονής μου. Κι όμως μην ανησυχείς. Στις πιο αγριεμένες ώρες βγαίνουνε όμορφα πράγματα». Έτσι βγήκε Του γλυτωμού το χάζι. Εκεί θα καταγγείλει στη «Μόνη μέρα» την ανθρώπινη ματαιοδοξία, γράφοντας ότι «Τα πιο ανύπαρχτα/ κάνουν δικό τους κόσμο/ μεγαλωμένα/ μπρος μας».
Τονίστηκε από τους μελετητές του έργου του Ντόρρου, καθυστερημένα, αλλά συστηματικά, η πρωτοτυπία της γραφής του και η ειδολογική σημασία της μοναδικής συλλογής του. Πράγματι, κόμιζε κάτι το νέο, το ασύνηθες, το ιδιότυπο και αντιρρητικό το έργο αυτό. Αρχικά δεν του δόθηκε η δέουσα σημασία. Στο ποίημα «Καμιά φωνή» υπαινικτικά, με δόση απογοήτευσης, θα δηλώσει την αντίθεσή του προς τους συμβιβασμένους ο ποιητής: Δε με χωρούν οι τόποι σας./ Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου./ Δεν είναι δυνατό μου να ζω κάθε στιγμή ο ίσιος σας.// Σας θάβω και με θάβετε./ Κι η ασχημιά του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το θάνατο. Κουβέντες μόνο/ απ’ τα ψηλώματα του νου./ Τέτοιες που σβήνουν κάθε πιο «αληθινό» […]. Η αμφισβητησιακή ορμή, βασικό γνώρισμα του Ντόρρου και η υποφαινόμενη τιμωρία που τον ελλοχεύει για την αποστροφή του προς τον συμβιβασμό, διατυπωμένη με ένα άλλο στοιχείο της ποιητικής του, την απαισιοδοξία, είναι έκδηλες στους στίχους αυτούς.
Το ότι ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα, από κοινού με τον ιδιότυπο τρόπο, τον εκτός εμπορίου και δωρεάν, που επέλεξε να στέλνει τη συλλογή του, συντέλεσαν στις δυσκολίες διάδοσής της. Ωστόσο, έστω και αργά, επισημάνθηκαν οι νέες θεματικές, κυρίως όμως ο μοντέρνος και παράτολμος για τα ελληνικά δεδομένα τρόπος γραφής, τη νεωτερικότητα του οποίου επέτειναν οι συντακτικές υπερβάσεις, ο ελεύθερος και πεζόμορφος κατά περιοχές στίχος, οι λογικοί μεταϋπερρεαλιστικοί μετεωρισμοί, οι γλωσσικές καινοτομίες με την επιλογή ενός λεξιλογίου λαϊκού και εν πολλοίς ασαφούς και νοηματικά δυσπρόσιτου, με φαινομενικές ακυριολεξίες, απρόσμενες επιτάξεις λέξεων και αήθεις συζεύξεις λέξεων, με εξαρθρωμένη τη χρήση των ετερόπτωτων προσδιορισμών, η αίσθηση τελικά μιας ξενικής και ως εκ τούτου ξενίζουσας ελληνικής γλώσσας, δυσπρόσληπτης ήδη από τον τίτλο της συλλογής. Από την άλλη, η ίδια αυτή αήθης γλώσσα και το ύφος ασκούσαν μια ανεξήγητη μαγνητική δύναμη και πρόδιδαν ακριβώς ότι κάτι νέο δημιουργείται. Θα πρόσθετα ότι, ως σύνολο, με τη σύμπραξη και των θεματικών, είχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία, που την ενίσχυε η πυκνότητα και ο κρυπτισμός του λόγου του Ντόρρου.
Ως προς τα θέματα ήταν το φάσμα της διασποράς, η αγωνία του ξενιτεμού, η ταλάντευση ανάμεσα σε μια εγγενή αλλά ακαλλιέργητη παράδοση και η δύσκολη αναστροφή στα νέα ήθη, τα ανάμικτα αισθήματα θαυμασμού και φοβίας στις αχανείς μοντέρνες μητροπόλεις, το σύνδρομο του μετανάστη, αν μου επιτρέπεται ο όρος, αλλά και σε προσωπικό-βιωματικό επίπεδο οι σφοδρές αντιθέσεις της ευαίσθητης φύσης του, που έβλεπε με οδύνη και βίωνε εκ του ασφαλούς την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση αλλά άκων τις υπηρετούσε, αισθανόμενος ενοχές: «Πιο άνθρωποι/ θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,/ τα τωρινά μας», έχει γράψει· που διέκρινε άσφαλτα την έννοια της πραγματικής ελευθερίας, επηρεασμένος στο σημείο αυτό από τους υπερρεαλιστές, αλλά την εστερείτο ο ίδιος δραματικά, όντας δούλος των επαγγελματικών του υποχρεώσεων‧ που αντιστρατευόταν την απαξίωση των συνανθρώπων του, αλλά ως εργοδότης την ανεχόταν. Είναι αισθήματα αυτά που μαρτυρούν την ύπαρξη ενοχών στους στίχους του και εμφανή απαισιοδοξία, ενδημούσα ούτως ή άλλως στον μεσοπόλεμο – η περίπτωση Καρυωτάκη και η μερική ταύτισή της με τον Ντόρρο εν πολλοίς ευσταθεί. Είναι ακόμη μια επίσης αντιφατική θεώρηση στα ποιήματά του, εννοούμε την έντονα κοινωνιστική και σοσιαλίζουσα διάθεσή του, που αντιπαραβαλλόμενη με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής του, τον συντάραζε. Λέχθηκε για την επιπολάζουσα ουτοπία στο έργο του Ντόρρου, για τους λίγους «που κρατιώνται ζωντανοί/ μονάχα/ για ένα έπειτα», για να χρησιμοποιήσω τη δική του φράση∙ η ουτοπία ακριβώς αυτή υπήρξε το καταφύγιό του μπροστά στα προσωπικά αδιέξοδα, απότοκα των συγκρούσεων του εσωτερικού του κόσμου με την εξωτερική πραγματικότητα, καταφυγή αλλά και άτοπη προσμονή ενός ανέφικτου γλυτωμού, ο οποίος θεωρούμε ότι συντέλεσε στην αυτοκτονία του, για την οποία λίγα γνωρίζουμε. Έμελλε να περιοριστεί ο Ντόρρος δραματικά στο χάζι του γλυτωμού και όχι στην κατάκτηση του γλυτωμού, στο αυτοαναφορικό αυτό έργο του, να μην πετύχει δηλαδή ποτέ τον γλυτωμό, όπως τον οραματιζόταν και τον αποκαλύπτει η ποίησή του, κατακριτής αμετανόητος «της ξεγδυμένης ασχημιάς/ μέσα στην τόση νέκρα την κινούμενη». Κλείνοντας, θα παραθέσω το ακροτελεύτιο τμήμα από το σύνθεμά του με τίτλο «Ποια ώρα». Είναι η 3η πρωινή, ώρα αγρύπνιας, ώρα ποθεινή του μεγάλου και γι’ αυτό ανεκπλήρωτου οράματος:
Γιατ’ είν’ η ώρα που θα βγούνε οι μεγάλες οι ζωές,
οι άγνωστες.
Αυτές που καρτερούν αμίλητες τον ερχομό του ήλιου.
Αυτές δε γνώρισαν ψυχές, ούτε θανάτους.
Μαζί τους όποιος έμεινε μια μόνη του φορά,
δεν ξέρει έπειτα πότε να θέλει τη ζωή του
ανάμεσα στους άλλους.
ποια ώρα να μην είναι
Την εκδήλωση κάλυψαν με εκτενή ρεπορτάζ η ΕΡΑ Πύργου, η εφημερίδα ΠΡΩΪΝΗ και η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
https://www.erapirgou.gr/me-epitychia-to-afieroma-sto-theod-ntorro-apo-ti-vivliothiki-pyrgoy/