Ηλέκτρα
Διδώ Σωτηρίου
Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας μεταφέρεται στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με το συνοδευτικό έγγραφο, ήταν ένα από τα πολλά θύματα του «σφαγείου» που λειτουργούσε επί Κατοχής στο επιταγμένο ξενοδοχείο «Κρυστάλ». Η ιατροδικαστική έκθεση πιστοποίησε ότι το σώμα της γυναίκας έφερε εγκαύματα και είχε υποστεί φριχτές παραμορφώσεις και κακώσεις από χτυπήματα με διάφορα όργανα. Η δολοφονημένη γυναίκα είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης ημέρας στη διασταύρωση των οδών Ιθάκης και Γ΄ Σεπτεμβρίου από γκεσταπίτες. Η Αντίσταση είχε χάσει ένα από τα πιο ευγενικά και μαχητικά στελέχη της.
Το βιβλίο Ηλέκτρα, αναφέρεται στη ζωή, στην πολιτική-αντιστασιακή δράση, στις συλλήψεις, στις φυλακές και στο τραγικό τέλος της ηρωικής Ηλέκτρας Αποστόλου, με την οποία η Διδώ Σωτηρίου ήταν στενή φίλη και συναγωνίστρια στο ΕΑΜ. Πρόκειται για μια πολύτιμη μυθιστορηματική μαρτυρία για μια αξέχαστη μορφή της Αντίστασης.
Σμύρνη μου αγαπημένη
Μιμή Ντενίση
1923. Προσφυγικός συνοικισμός. Το παλιό τεφτεράκι με τις συνταγές της νενές της που σώθηκε από την καταστροφή φέρνει στη Φιλιώ Μπαλτατζή μνήμες από τις όμορφες μέρες της. 1917. Η Σμύρνη στις δόξες της, το ίδιο και η οικογένεια Μπαλτατζή, απ’ τις πιο σημαντικές της πόλης. Η ζωή είναι μια ατέλειωτη γιορτή χαράς, ελπίδας και προσμονής που φτάνει στο αποκορύφωμα με τον ερχομό των Ελλήνων. Μαζί με την ιστορία της οικογένειας, τις σχέσεις, τους έρωτες, τις αντιζηλίες, ξετυλίγεται και το κουβάρι της ιστορίας της Σμύρνης. Γύρω τους, διχόνοια, σκοπιμότητες, διεθνή συμφέροντα, προδοσίες από φίλους και συμμάχους, και στο επίκεντρο κάτοικοι της κοσμοπολίτισσας Σμύρνης που οδεύουν ανυποψίαστοι προς το τραγικό τέλος της. Το έργο γράφτηκε μετά από πολυετή έρευνα και στηρίζεται σε μαρτυρίες Ελλήνων, Λεβαντίνων και Τούρκων, καθώς και σε άγνωστα στο ευρύ κοινό ντοκουμέντα. Είναι ένα έργο που υμνεί τον πολιτισμό και την ομορφιά της ζωής της Ιωνίας και την προσφορά των προσφύγων στη σύγχρονη Ελλάδα.
Νίκη
Χ. Α. Χωμενίδης
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που βρέφος εβδομήντα ημερών το συνέλαβαν και το έστειλαν εξορία στις Κυκλάδες.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που -στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου- η οικογένεια του κόπηκε στα δύο, όμως εκείνο δεν έπαψε στιγμή να αγαπάει κανέναν τους.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που -όταν γεννήθηκε- ο πατέρας του ήταν «ο ηρωικός αρχηγός των εργατών» και -όταν μεγάλωσε- έγινε «ο προδότης της εργατικής τάξης». Κι ας μην είχε προδώσει τίποτα από ό,τι πίστευε.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που πέρασε όλη του την εφηβεία στη βαθιά παρανομία. Κλεισμένο σε ένα σπίτι, με ψεύτικο όνομα, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς να κάνει παρέες. Γιατί ήξερε πως, εάν οι Αρχές ανακάλυπταν ποιοι ήταν οι γονείς του, θα τους εκτελούσαν.
Κι όταν επέστρεψε στην ελευθερία, το κορίτσι εκείνο ερωτεύτηκε παράφορα, κόντρα στη θέληση και στην ανοχή της οικογένειάς του.
Το κορίτσι λεγόταν Νίκη. Και ήταν η μάνα μου. (Αυτό όμως έχει τη λιγότερη σημασία.)
Η ζωή της Νίκης είναι η ζωή όλων των παιδιών που έρχονται στον κόσμο με ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται, ούτε όμως το αφήνουν να τα λυγίσει.
Οι άνθρωποι της «Νίκης» είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ανάπλους
Βασιλικός Βασίλης
Ξέρετε, εκείνο που αγάπησα περισσότερο στην Ελλάδα δεν ήταν τα μνημεία ή τα θέατρα, αλλά τ’ Ανάπλι. Και ξέρετε, εκεί, κάτω απ τις φυλακές, υπάρχει μια μικρή εκκλησία με κάτασπρους τοίχους που με συγκίνησε όσο λίγα πράγματα στη ζωή μου. (από συνέντευξη του Ζεράρ Φιλίπ στον «Ταχυδρόμο» της 30.4.1955 για το παρεκκλήσι της Παναγίτσας)
από το οπισθόφυλλο